στρεβλώτρια
Greek Monolingual
στρεβλωτής, ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν στρεβλῶ, στρεβλώνω
νεοελλ.
1. αυτός που στρεβλώνει κάτι
2. μτφ. αυτός που διαστρέφει κάτι, που διαστρεβλώνει κάτι («στρεβλωτής της αλήθειας»)
αρχ.
η στρέβλη, το στρεβλωτήριο.
στρεβλωτής, ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν στρεβλῶ, στρεβλώνω
νεοελλ.
1. αυτός που στρεβλώνει κάτι
2. μτφ. αυτός που διαστρέφει κάτι, που διαστρεβλώνει κάτι («στρεβλωτής της αλήθειας»)
αρχ.
η στρέβλη, το στρεβλωτήριο.