χαλκόφωνος
English (LSJ)
ον, A = χαλκεόφωνος:—as substantive, ἡ, name of a metallic-sounding stone, Plin.HN37.154.
German (Pape)
[Seite 1332] = χαλκεόφωνος (?).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόφωνος: -ον, = χαλκεόφωνος˙ - ὡς οὐσιαστ., ὄνομα λίθου ἠχοῦντος ὡς μέταλλον, Πλίν. 37. 10.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χαλκεόφωνος.