μικρόφθαλμος
English (LSJ)
or σμικρόφθαλμος, ον, small-eyed, Hp.Epid.6.7.1, Procl. Par.Ptol.203, BGU364.6 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 185] kleinäugig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόφθαλμος: ἢ σμικρόφθαλμος, ον, ὁ ἔχων μικροὺς ὀφθαλμούς, Ἱππ. 1194Α.
Greek Monolingual
και σμικρόφθαλμος -η, -ο (Α μικρόφθαλμος και σμικρόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει μικρά μάτια, μικρομάτης
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από μικροφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + ὀφθαλμός.