ιερεύω

From LSJ
Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

ἱερεύω (ΑΜ, Α ιων. τ. ἱρεύω) ιερεύς
θυσιάζω
αρχ.
1. (ενεργ. και παθ.) σφάζω ζώο για συμπόσιο («βοῦς ἱερεύοντες... εἰλαπινάζουσιν», Ομ. Οδ.)
2. (ενεργ. και παθ.) αφιερώνω σε θεό («παρθένον τὴν ἱερευομένην», Παυσ.).