πηδαλιούχος
Greek Monolingual
ο, / πηδαλιοῦχος, ΝΜΑ
1. αυτός που χειρίζεται το πηδάλιο και κατευθύνει το σκάφος
2. μτφ. (για τον θεό) ο κυβερνήτης, ο παντοκράτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδάλιον + -ούχος].
ο, / πηδαλιοῦχος, ΝΜΑ
1. αυτός που χειρίζεται το πηδάλιο και κατευθύνει το σκάφος
2. μτφ. (για τον θεό) ο κυβερνήτης, ο παντοκράτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδάλιον + -ούχος].