Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἀναγκαστικῶς: принудительным образом, неодолимо (εἰς συγκατάθεσιν εἴκομεν Sext.).