δυσεξαπάτητος

Revision as of 13:01, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

[πᾰ], ον, A hard to deceive, Pl.R.413c, X.Ages. 11.12.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu betrügen; Plat. Rep. III, 413 c; Xen. Ages. 11, 12 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξᾰπάτητος: -ον, δυσκόλως ἐξαπατώμενος, Πλάτ. Πολ. 413C, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à tromper.
Étymologie: δυσ-, ἐξαπατάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de engañar, cauto de pers. φύλαξ Pl.R.413c, del enemigo, Plu.Ages.38, c. dat. ἐχθροῖς μὲν δ., φίλοις δὲ εὐπαραπειστότατος X.Ages.11.12.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξαπάτητος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξαπατάται.

Greek Monotonic

δυσεξᾰπάτητος: -ον, αυτός που δύσκολα εξαπατάται, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξαπάτητος: с трудом поддающийся обману Xen., Plat., Plut.

Middle Liddell

δυσ- εξᾰπάτητος, ον
hard to deceive, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

hard to deceive