ἐπισχυρίζομαι
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισχῡρίζομαι: ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ ἀπισχ-, Ἀρρ. Ἀν. 5. 25.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισχῡρίζομαι: решительно сопротивляться (Plut. - v. l. к ἀπισχυρίζομαι).