μυρσίνη ἀγρία
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
sorte de plante.
Étymologie: μύρσινος.
Syn. ἀνάγγελος, γορυνίας, ἱερόμυρτος, χαμαίπιτυς, μυρτάκανθος, ἄκαιρον, ξυλομυρσίνη, ἄγονον, μυρρινάκανθος, χαμαιμυρσίνη, κατάγγελος, κεντρομυρσίνη.
(ἡ) :
sorte de plante.
Étymologie: μύρσινος.
Syn. ἀνάγγελος, γορυνίας, ἱερόμυρτος, χαμαίπιτυς, μυρτάκανθος, ἄκαιρον, ξυλομυρσίνη, ἄγονον, μυρρινάκανθος, χαμαιμυρσίνη, κατάγγελος, κεντρομυρσίνη.