παρακορέω
English (LSJ)
sweep clean, Pl.Com.69.3, PhilyIl.3.
German (Pape)
[Seite 485] abkehren; Philyll. bei Ath. IX, 408 e; Plat. com. ib. XV, 665 b.
Greek (Liddell-Scott)
παρακορέω: σαρώνω καὶ καθαρίζω, Πλάτων Κωμ. «ἐν Λάκωσιν» 1. 3, Φιλύλλιος ἐν «Αὔγῃ» 1. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρακόρησον· παρακάλλυνον».