διακινδυνεύω
English (LSJ)
A run all risks, make a desperate attempt, abs., ἀλόγως δ. Th.8.27; δ. τῷ σώματι Antipho 5.63; ἐς τὰς Ἐπιπολάς Th.7.47; πρὸς ὀλίγας [ναῦς] Id.1.142: c. inf., Id.7.1; δ. ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος Lys.2.20; πρὸ βασιλέως X.Cyr.8.8.4; περὶ τῶν ὅλων D.Ep.3.12 (simply, run the risk, c. acc. et inf., δ. ἢ χρηστὸν [τὸ σῶμα] γενέσθαι ἢ πονηρόν Pl.Prt.313a):—Pass., διακεκινδυνευμένα φάρμακα desperate remedies, Isoc.11.22.