πεζοφανής

Revision as of 14:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, (φαίνομαι) like prose, Procl.in Alc.p.292 C. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 543] ές, wie Prosa aussehend, der Prosa ähnlich, sp. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοφᾰνής: -ές, (φαίνομαι) ὅμοιος πρὸς πεζὸν λόγον Ρήτορες (Walz) 5. 472.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ιδίως για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -φανής (< θ. φαν- του φαίνω / φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -φάν-ην), πρβλ. μεγαλο-φανής].

Russian (Dvoretsky)

πεζοφᾰνής: рит. похожий на прозу.