γομφίασις
English (LSJ)
εως, ἡ, toothache or gnashing of teeth, Dsc.2.59 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
γομφίᾰσις: -εως, ἡ, ὀδονταλγία ἢ τριγμὸς τῶν ὀδόντων, Διοσκ. 2. 63· γομφιασμός, ὁ, Ἑβδ. (Ἀμὼς δ΄, 6.)
Spanish (DGE)
-εως, ἡ dolor de muelas Dsc.2.59.
Greek Monolingual
γομφίασις, η (Α) γομφιάζω
ο γομφιασμός.