θαλασσερός
English (LSJ)
ὁ, a kind of eyesalve, Gal.12.781, etc.
German (Pape)
[Seite 1182] ὁ, eine Art Balsam, Alex. Trall.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσερός: ὁ, εἶδος βαλσάμου, Ἀλέξ. Τραλλ. 147.
ὁ, a kind of eyesalve, Gal.12.781, etc.
[Seite 1182] ὁ, eine Art Balsam, Alex. Trall.
θαλασσερός: ὁ, εἶδος βαλσάμου, Ἀλέξ. Τραλλ. 147.