κλειδοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, one who keeps the keys, keeper of the keys, Luc.Am.14.
German (Pape)
[Seite 1447] ακος, ὁ, Schlüsselbewahrer, Schließer, Luc. amor. 14 u. Sp., die auch das Verbum κλειδοφυλακέω haben.
Greek (Liddell-Scott)
κλειδοφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὰς κλεῖς, Λουκ. Ἔρωτ. 14.
Spanish
Greek Monolingual
κλειδοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. κλειδοφύλακας.
Russian (Dvoretsky)
κλειδοφύλαξ: ᾰκος ὁ хранитель ключей, ключарь, страж Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλειδοφύλαξ -ακος, ὁ [κλείς, φύλαξ] sleutelwachter.