μαντιχώρας
English (LSJ)
ου, ὁ, v. μαρτιχόρας.
Greek (Liddell-Scott)
μαντῐχώρας: -ου, ὁ, ἴδε μαρτιχώρας.
Russian (Dvoretsky)
μαντιχώρας: ου ὁ = μαρτιχόρας.
ου, ὁ, v. μαρτιχόρας.
μαντῐχώρας: -ου, ὁ, ἴδε μαρτιχώρας.
μαντιχώρας: ου ὁ = μαρτιχόρας.