νωθρότης

Revision as of 05:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ητος, ἡ, = νωθρεία, Hp.Prorrh.1.13,70, Arist.Rh.1390b30; ἡ ἐκ τοῦ γήρως νωθρότης LXX 3 Ma.4.5: pl., Gal.8.161.

Greek (Liddell-Scott)

νωθρότης: -ητος, ἡ, χαυνότης, βραδύτης, Ἱππ. 68C, 72F, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωθρός.

Russian (Dvoretsky)

νωθρότης: ητος ἠ лень, вялость (νωθρότης καὶ ἀβελτερία Arst., Plut.).