νωθρότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, = νωθρεία, Hp.Prorrh.1.13,70, Arist.Rh.1390b30; ἡ ἐκ τοῦ γήρως νωθρότης LXX 3 Ma.4.5: pl., Gal.8.161.
Greek (Liddell-Scott)
νωθρότης: -ητος, ἡ, χαυνότης, βραδύτης, Ἱππ. 68C, 72F, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωθρός.
Russian (Dvoretsky)
νωθρότης: ητος ἠ лень, вялость (νωθρότης καὶ ἀβελτερία Arst., Plut.).