ἐμπεριβάλλω
English (LSJ)
embrace, comprehend, dub.in Phld.Herc.1251. 8.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριβάλλω: περιβάλλω, ἐμπεριλαμβάνω, Ἀριστείδ. τ. 2. σ. 494.
Spanish (DGE)
1 envolver, fig. involucrar, sumir c. dat. τὰς οἰκείας πόλεις κακοῖς ἐμπεριβάλλουσι Phld.Elect.8.10.
2 ret., en el discurso desarrollar, dar mayor amplitud, expandir τὰ νοήματα Aristid.Rh.2.18.