ἀγαπώντως
English (LSJ)
= ἀγαπητῶς, Pl.Lg.735d, Numen. ap. Eus.PE14.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαπώντως: μεταγ. τύπος ἀντὶ ἀγαπητῶς, Εὐσέβ. Εὐάγγ. Πρ. 14. 5, 4, Στοβ. 297. 41.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. pres. de ἀγαπάω de buen grado ἀ. ἄν ... δράσειεν Pl.Lg.735d, ἐλέγχουσι Numen.24.
Middle Liddell
= ἀγαπητῶς, plat.]