αἱμοπώτης
English (LSJ)
ου, ὁ, = αἱματοπώτης, Lyc.1403.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοπώτης: -ου, ὁ, = αἱματοπώτης, Λυκόφρ. 1403.
Spanish (DGE)
v. αἱμοπότης.
ου, ὁ, = αἱματοπώτης, Lyc.1403.
αἱμοπώτης: -ου, ὁ, = αἱματοπώτης, Λυκόφρ. 1403.
v. αἱμοπότης.