σύντροφος

Revision as of 12:44, 7 January 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")

English (LSJ)

ον,

   A brought up together with, τινι Hdt.1.99; ὦ Κύπριδι . . καὶ Χάρισι . . ξύντροφε Διαλλαγή Ar.Ach.989 (lyr.); also c. gen., foster-brother, οἱ μόθακες σ. Λακεδαιμονίων Phylarch.43 J.; σ. τοῦ βασιλέως Σελεύκου, etc., OGI247.2 (Delos, ii B.C.), al., Plb.5.9.4, 32.15.10; and in Com. phrase, τηγάνων σ. μειρακύλλια Eub.75.2; freq. of domestic animals, σ. τοῖσι ἀνθρώποισι Hdt.2.65; τοῖς θηρίοις πόθος τῶν σ. X.Mem.2.3.4; ἔστι [λέων] πρὸς τὰ σ. καὶ συνήθη σφόδρα φιλοπαίγμων Arist.HA 629b11; κυνίδιον σ. Plu.Aem.10; ὄρνις Luc.Lex.6: abs., τὸ σ. γένος bred up with me, says Ajax of the Athenians, S.Aj.861; of like habits with oneself, Pl.Lg.949c:—freq. in Inscrr. and Pap., SIG798.6(Cyzicus, i A.D.), etc.; Ζωτίκῳ συντρόφῳ his foster-brother, CIG 3109 (Teos), cf. 3142.3 (Smyrna), 3268 (ibid.), BGU1058.50 (i B.C.); cf. συντρόφη:—τὸ σ., = συντροφία 1.1, Arist.EN1161b34.    2 generally, living with, τοῖς φονεῦσι S.El.1190; ξ. ὄμμα the eye or presence of a companion, Id.Ph.171 (lyr.); used to a thing, σ. ὤν (sc. ἀνάγκαις) E.IT1119 (lyr.); γυμνασίῳ Plu.2.130c; φιλοσοφίᾳ, πενίᾳ, κολακείᾳ, Luc.Nigr.12,15: c. gen., σ. τῆς τόλμης Plb.1.74.9; ἁρμονίης, μέθας, AP7.26,423 (both Antip. Sid.).    3 of things, habitual, νόσημα Hp.Aër.7; ἢν μὴ ἐκ παιδίου σύντροφος ᾖ [ἡ νοῦσος] Id.Morb.Sacr.10; οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος S.Aj.639 (lyr.); τὰ ξ. everyday evils, Th.2.50; τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως σ. the congenital property of nature, Pl.Plt.273b; πῦρ τὸ σ. innate heat, Hp.de Arte12; σ. τινί natural to, χυμῷ Id.Off.11; φάρμακον σ. ἐπιτέγξει Id.Fract.29; ἡ σ. τισὶ φιλοπρωτία Phld.Rh.2.158 S.; τὸ ἐναντιώτατον [πρόσωπον] οὐδὲ σ. ἡμῖν ὑπάρχον the opposite face (that of the dying patient) not being familiar to us, Gal.18(2).25; τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεὶ σ. Hdt.7.102: c. gen., κτύπος φωτὸς σύντροφος his habitual cry, S.Ph.203 (lyr.), cf. σύντροπος. Adv., -φως ἔχειν c. dat., to be suitable, Hp.Fract.32.    II Act., joint-herd, fellow-herdsman, τῆς ἀγέλης Pl.Plt.267e.    2 τοῖς ὕδασι σ. τῶν ἀναβλαστανόντων assisting in nourishing . ., Pl.Lg.845d.