ἀποφιμόω
English (LSJ)
muzzle completely, AB421.
German (Pape)
[Seite 335] den Mund durch einen Maulkorb (φιμός) sperren; übh. hemmen, verschließen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφῑμόω: κλείω διὰ φιμοῦ τὸ στόμα, μεταφορ. ἀποστομώνω, Α. Β. 421. 27 ἐν λέξει ἀπερράπισεν.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. inf. aor. ἀπ[οφι] μῶσε por -σαι JRCil.2.31C.3 (V d.C.)
rechazar, silenciar τὰς ἀμφιβολίας JRCil.l.c., cf. AB 421.