ἡμισφαίριον
English (LSJ)
τό, hemisphere, Alex.261.7, Pl.Ax.371b, Hero Spir.1.8, Porph.Antr.24, etc.: dual in Ph.2.155.
German (Pape)
[Seite 1170] τό, Halbkugel; Plat. Ax. 371 a; Alexis bei Ath. II, 60 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμισφαίριον: το, ἥμισυ τῆς σφαίρας, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 17· οὗ (τοῦ πόλου) τὸ μὲν ἕτερον ἡμισφαίριον θεοὶ ἔλαχον Πλάτ. Ἀξ. 371Β, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμισφαίριον: τό полушарие Plat.