ὀλιγοπονία

Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, sparingness in labour, idleness, Plb. 16.28.3.

German (Pape)

[Seite 321] ἡ, das Wenigarbeiten, Pol. 16, 28, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοπονία: ἡ, τὸ πονεῖν ὀλίγον, ὀκνηρία, Πολύβ. 16. 28, 3.

Greek Monolingual

ὀλιγοπονία, ἡ (Α) ολιγόπονος
νωθρότητα, οκνηρία («δικαίως ἄν τις τὴν μὲν Ἀττάλου... ὀλιγοπονίαν καταμέμψαιτο», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοπονία:вялая работа, леность Polyb.