Οὐρανίδας
English (Slater)
Οὐρᾰνίδας child of Ouranos Οὐρανίδα Κρόνου (P. 3.4) pl., of the gods, πατέρ' Οὐρανιδᾶν Ζῆνα (P. 4.194) οἷαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. . [Οὐρανίδα Κρόνου (Mommsen e Σ: Οὐρανιᾶν codd.) (P. 2.38) ]