καιροφυλακτέω
German (Pape)
[Seite 1297] für καιροφυλακέω, Sp.; auch bei Arist. v. l.; vgl. Lob. zu Phryn. 574.
French (Bailly abrégé)
καιροφυλακτῶ :
guetter l'occasion.
Étymologie: καιρός, φύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
καιροφῠλακτέω: Arst., Luc. v. l. = καιροφυλακέω.