διασμήχω
English (LSJ)
A rub well, ψυχὴ πρὸς ὀξυωπίαν ἑαυτὴν διασμήξασα Hierocl. inCA21p.467M.:—Pass., ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτοσί Ar.Nu. 1237: pf. διέσμηκται Plu.2.693d. 2 rub off, λύματα τρυφαλείης Nonn.D.30.92.
A rub well, ψυχὴ πρὸς ὀξυωπίαν ἑαυτὴν διασμήξασα Hierocl. inCA21p.467M.:—Pass., ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτοσί Ar.Nu. 1237: pf. διέσμηκται Plu.2.693d. 2 rub off, λύματα τρυφαλείης Nonn.D.30.92.