ἀστόχως
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Spanish
sin alcanzar el blanco, torpemente
Russian (Dvoretsky)
ἀστόχως: ошибочно, безрассудно (χρῆσθαι τοῖς καιροῖς Polyb.).