συνεξικνούμαι
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
-έομαι, Α
συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξικνοῦμαι «φθάνω»].