Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
subs.
P. γυμναστική, ἡ, ἀγωνία, ἡ.
Love athletics, v.: P. φιλογυμναστεῖν.