διατριβικός
English (LSJ)
ή, όν,
A scholastic, pedantic, of persons, Plb.12.26d.6; λόγοι ib.25k.2; ῥητορική Phld.Rh.2.65 S.; οἱ δ. ib.1.32 S.
ή, όν,
A scholastic, pedantic, of persons, Plb.12.26d.6; λόγοι ib.25k.2; ῥητορική Phld.Rh.2.65 S.; οἱ δ. ib.1.32 S.