εἰσότε

Revision as of 15:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

for εἰς ὅτε, against the time when, Od.2.99,al.

Spanish (DGE)

conj. temp. hasta que c. aor. ind. εἰ. κούρη εἵλετ' ... τεύχη de Atenea h.Hom.28.14, εἰ. ... νέκυν κτερέιξεν ὅμιλος A.R.2.857, cf. 4.800, εἰ. Βακχιάδαι ... ἀνέρες ἐννάσαντο μετὰ χρόνον A.R.4.1212, εἰ. ... ἐπὶ τὴν ... ἀτελεύτητον ζωὴν μετεστήσατο Eus.VC 1.9.1, cf. 3.13.2, Soz.HE 3.19.7, 4.23.8.

German (Pape)

[Seite 745] bis daß, Od. 2, 99 getrennt geschrieben, u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσότε: ἀντὶ εἰς ὅτε, καθ’ ὃν χρόνον, ὅταν, Ὀδ. Β. 99· ἴδε πρόθ. εἰς ΙΙ. 1.

French (Bailly abrégé)

conj.
jusqu’à ce que.
Étymologie: εἰς ὅτε.

Greek Monolingual

εἰσότε (Α)
έως ότου, όταν.

Greek Monotonic

εἰσότε: ή εἰςὅτε, μέχρι τη στιγμή που, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσότε: чаще εἰς ὅτε conj. до того как Hom.

Middle Liddell

[εἰς, ὅτε]
against the time when, Od.