Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
v.
P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc., or πρός, acc.), τείνειν (εἰς, acc.), φέρειν (εἰς, acc.), P. προφέρειν (εἰς, acc.).