ὁ, Dor. for γημόρος (q.v.).
v. γεωμόρος.
[Seite 473] dor. = γημόρος, s. γεωμόρος.
dor. c. γεωμόρος.
γᾱμόρος: Δωρ. ἀντὶ γημόρος.
οβλ. γεωμόρος.
γᾱμόρος: ὁ, Δωρ. αντί γημόρος.
γᾱμόρος: дор. = γεωμόρος.
(see also: γημόρος) landowner