μαλακιάω

Revision as of 22:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

become soft, τῶν βοῶν, ἂν εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, προσαλείφειν τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plu.2.559f codd. (fort. μαλκίωσι); v. μαλκίω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. μαλακιέω.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκιάω: ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Πλουτ. ἀντὶ μαλκίω, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκιάω: = το επόμ., σε Ξεν., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκιάω: (тж. μ. τὸ σῶμα Luc.) быть слабым или болезненным, прихварывать: μ. εἰς τὰς χηλάς Plut. иметь слабые или больные копыта; αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῖνας Xen. собаки с плохо развитым обонянием.

Middle Liddell

μᾰλᾰκιάω, = μαλακίζομαι, Xen., Plut.]