λελάχητε

Revision as of 22:37, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

λελάχωσι, v. λαγχάνω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ pl. sbj. ao.2 épq. de λαγχάνω.

Greek (Liddell-Scott)

λελάχητε: λελάχωσι, ἴδε ἐν λέξ. λαγχάνω.

English (Autenrieth)

see λαγχάνω.

Greek Monotonic

λελάχητε: λελάχωσι, βʹ και γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. αορ. του λαγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

λελάχητε: эп. 2 л. pl. aor. 2 conjct. к λαγχάνω.