γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
v. trans.
P. ἀνασκευάζειν.
Walls. etc.: P. and V. καθαιρεῖν, P. περιαιρεῖν.
Disfurnish: P. ἐκσκευάζειν.