drunk
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. μεθύων (Eur., Cycl.), μεθυσθείς (Eur., Cycl.), Ar. μεθύση (only in fem.), V. οἰνῳθείς, ᾠνωμένος, κάτοινος, ὑπερπλησθεὶς μέθῃ, μέθῃ βρεχθείς, Ar. and V. πεπωκώς (Eur., Cycl.). Make drunk, v.: P. καταμεθύσκειν. Be drunk: P. and V. μεθύειν (Eur., Cycl.), μεθύσκεσθαι (Eur., Cycl.).