v. τέμνω.
inf. ao.2 Moy. de τέμνω.
τᾰμέσθαι: ἴδε ἐν λέξ. τέμνω.
τᾰμέσθαι: Μέσ. απαρ. αορ. βʹ του τέμνω.
ταμέσθαι: inf. aor. 2 med. к τέμνω.