equip
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. σκευάζειν, παρασκευάζειν, στέλλειν (rare P.), ἐξαρτύειν, V. ὁπλίζειν, ἐξοπλίζειν, ἐκστέλλειν, P. κατασκευάζειν. Equipped, adj.: also use V. ἐστολισμένος. Equipped with: use adj., V. κατήρης (dat.). Well equipped: P. and V. εὐσταλής. Be well equipped, v.: V. εὐσκευεῖν (Soph., Aj. 823).