adj.
Pretended P. προσποιητός. Counterfeit: P. and V. κίβδηλος, Ar. and P. παράσημος. Made up: P. and V. πεπλασμένος, πλαστός (Xen.), V. σύνθετος, ποιητός (Eur., Hel. 1547). False: P. and V. ψευδής. Legendary: P. μυθώδης.