ὑπεραναίσχυντος

Revision as of 18:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, exceedingly impudent, D.43.65. Adv. -τως Phld.Rh.1.227S.

German (Pape)

[Seite 1190] überaus unverschämt, Dem. 43, 65.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une impudence qui passe les bornes.
Étymologie: ὑπέρ, ἀναίσχυντος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραναίσχυντος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν ἀναιδής, Δημ. 1071. 27·

Greek Monolingual

-ον, Α
τελείως αδιάντροπος.

Greek Monotonic

ὑπεραναίσχυντος: -ον, υπερβολικά αναιδής, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραναίσχυντος: сверхбесстыдный Dem.

Middle Liddell

ὑπερ-αναίσχυντος, ον,
exceeding impudent, Dem.

English (Woodhouse)

impudent, very impudent