ὔμμες
English (LSJ)
ὔμμῐ, ὔμμιν, ὔμμε, Aeol. and Ep. for ὑμεῖς, ὑμῖν, ὑμᾶς:— ὔμμι is elided in Od.17.241, 22.62; cf. σύ.
German (Pape)
[Seite 1178] äol. u. ep. = ὑμεῖς.
French (Bailly abrégé)
nomin. plur. poét. de σύ.
Greek (Liddell-Scott)
ὔμμες: ὔμμῐ, ὔμμιν, ὔμμε, Αἰολ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑμεῖς, ὑμῖν, ὑμᾶς· τὸ ὔμμι πάσχει ἔκθλιψιν ἐν Ὀδ. Ρ. 241., Χ 62.
English (Autenrieth)
see ὗμεῖς.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ὔμμες: эол. = ὑμεῖς.