παιδισκάριον

Revision as of 21:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

τό, Dim. of παιδίσκη, Men.338, 402.15, Ph.2.451, Arr.Epict.3.25.6, Luc.DMort.27.7, Hld.1.11; μουσικὰ π. Posidon. 28.4 J.

German (Pape)

[Seite 440] τό, dim. von παιδίσκη; Men. bei Gell. N. A. 2, 23; D. L. 7, 13; Luc. Mort. D. 27, 7 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de παιδίσκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδισκάριον -ου, τό [παιδίσκη] dienstmeisje. hoertje.

Russian (Dvoretsky)

παιδισκάριον: (κᾰ) τό молоденькая девушка Men., Diog. L., Luc., Plut.

Greek Monolingual

παιδισκάριον, τὸ (Α) παιδίσκη
υποκορ. του παιδίσκη.

Greek Monotonic

παιδισκάριον: τό, υποκορ. του παιδίσκη, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδισκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ παιδίσκη, παιδισκάριόν με καταδεδούλωκ’ εὐτελές, ὃν πώποτ’ οὐδεὶς τῶν πολεμίων Μένανδρ. ἐν «Μισουμένῳ» 3, ἐν «Πλοκίῳ» 1. 15, Φίλων 2. 451, Λουκ. Νέκρ. Διάλ. 27. 7.

Middle Liddell

παιδισκάριον, ου, τό, [Dim. of παιδίσκη, Luc.]