indisputably
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English > Greek (Woodhouse)
adv.
P. ἀναμφισβητήτως, V. οὐ διχορρόπως, οὐκ ἀμφιλέκτως. Confessedly: P. ὁμολογουμένως.
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
adv.
P. ἀναμφισβητήτως, V. οὐ διχορρόπως, οὐκ ἀμφιλέκτως. Confessedly: P. ὁμολογουμένως.