εὐθεώρητος

Revision as of 13:14, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, A easily seen or observed, Arist.HA578a20, Thphr. HP1.1.1 (Comp.); τινι D.S.19.37. 2 easy to perceive, Arist. Rh. 1376b31; εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος it is easy to conduct an inquiry about... Id.GA724a17; οὐκ ἔστιν εὐ. ποτέρωςId.SE180b3; τίνες εἰσὶ καὶ πόσαιIamb. Comm.Math.24: c. acc. et inf., Phld.Herc.1251.7.

German (Pape)

[Seite 1068] leicht zu sehen, zu beobachten, Arist. H. A. 6, 27 rhet. 1, 15; τινί, D. S. 19, 37; εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος, man kann das leicht einsehen, Arist. gen. an. 1, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à percevoir, à connaître ou à comprendre.
Étymologie: εὖ, θεωρέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐθεώρητος:
1) легко заметный, хорошо видимый Arst., Plut.;
2) легко воспринимаемый, ощутительный Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθεώρητος: -ον, εὐκόλως ὁρώμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 27· τινι, ὑπό τινος, Διόδ. 19. 37. 2) εὐνόητος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 25· εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 32· οὐκ ἔστιν εὐθ. ποτέρως... ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλεγχ. 25. 3.

Greek Monolingual

εὐθεώρητος, -ον (Α)
1. αυτός που φαίνεται ή παρατηρείται εύκολα («τοῖς πολεμίοις εὐθεώρητον», Διόδ.)
2. ευκολονόητος, ευνόητος («καὶ γὰρ ταῦτα εὐθεώρητα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεωρώ].