ποιηματικός

Revision as of 15:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ή, όν, poetical, Plu.2.744f.

German (Pape)

[Seite 648] zum Gedichte gehörig, dichterisch, poetisch, Plut. Symp. 9, 14, 3 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne un poème, poétique.
Étymologie: ποίημα.

Russian (Dvoretsky)

ποιημᾰτικός: поэтический Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ποιημᾰτικός: -ή, -όν, ποιητικός, Πλούτ. 2. 744Ε.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ποίημα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποιο ποίημα.