Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
adj.
P. μεγαλόφωνος, λαμπρόφωνος, Ar. and P. εὔφωνος, Ar. λιγύφθογγος.