συνδιηθέομαι

Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Pass., to be filtered through together, Pl.Ti.66e, Gal.17(1).836.

Russian (Dvoretsky)

συνδιηθέομαι: вместе процеживаться, просачиваться, проникать (ὀσμὴ συνδιηθεῖται Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδιηθέομαι: Παθητ., διηθέομαι, διυλίζομαι, στραγγίζομαι, «σουρώνομαι» ὁμοῦ, Πλάτ. Τίμ. 66Ε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδιηθέομαι [σύν, διηθέω] alleen pass. samen gefilterd worden.