jejune
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
adj.
Meagre: P. and V. λεπτός. Small, little: P. and V. μικρός, σμικρός, ὀλίγος, βραχύς. Barren, fruitless: P. ἄκαρπος.